τῆς λύπης Babr.136.9
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουκόλημα — βουκόλημα, το (Α) [βουκολώ] ξεγέλασμα, ανακούφιση … Dictionary of Greek
βουκόλημα — beguilement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)